- κυριακάτικος
- η , ο 1. воскресный;2.:
τα κυριακάτικα — выходное платье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα κυριακάτικα — выходное платье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυριακάτικος — η, ο [Κυριακή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή 2. εορτάσιμος, γιορτινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικα τα καλά, τα γιορτινά ρούχα. επίρρ... κυριακάτικα 1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα») 2.… … Dictionary of Greek
κυριακάτικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή. 2. γιορτάσιμος. 3. ο πληθ. του ουδ. κυριακάτικα, ως ουσ. δηλώνει τα γιορτινά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
κυριακάτικα — επίρρ. βλ. κυριακάτικος … Dictionary of Greek